- ψυχαναλύω
- Νεφαρμόζω τη θεραπευτική μέθοδο τής ψυχανάλυσης, είμαι ψυχαναλυτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + αναλύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
ψυχαναλυτής — ο, θηλ. ψυχαναλύτρια Ν [ψυχαναλύω] επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την ψυχανάλυση … Dictionary of Greek